γατόμαλλο

γατόμαλλο
και γατσό- και κατσόμαλλο, το
1. το τρίχωμα τής γάτας
2. το τραχύ και δύσκολο στην κατεργασία μαλλί τών προβάτων και τών κατσικιών
3. πληθ. τα γατόμαλλα
το πρώτο τρίχωμα στο πρόσωπο των εφήβων ή το λεπτό χνούδι σε πολύ αδύνατα πρόσωπα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”