- γατόμαλλο
- και γατσό- και κατσόμαλλο, το1. το τρίχωμα τής γάτας2. το τραχύ και δύσκολο στην κατεργασία μαλλί τών προβάτων και τών κατσικιών3. πληθ. τα γατόμαλλατο πρώτο τρίχωμα στο πρόσωπο των εφήβων ή το λεπτό χνούδι σε πολύ αδύνατα πρόσωπα.
Dictionary of Greek. 2013.